- ὀιστοβρόχιον
- ὀιστοβρόχιονshower of arrowsneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οϊστοβρόχιον — ὀϊστοβρόχιον, τὸ (Μ) καταιγισμός βελών («βούλεται λέγειν ὑποκοριστικῶς ὀϊστοβρόχιον τὴν τοιαύτην χύσιν τών ὀϊστῶν», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀϊστός «βέλος» + βρόχιον (< βροχή)] … Dictionary of Greek